- ἄντυγος
- ἄντυξedgefem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάρπτω — (Α) 1. συλλαμβάνω, αρπάζω, πιάνω (α. «μάρπτει δὲ χερσὶν ἡνίας ἀπ ἄντυγος», Ευρ. β. «αὐτίχ ἕνα μάρψας ἑτάρων», Ομ. Οδ.) 2. πλήττω, χτυπώ («μάρψω δ αὖ τόξοις», Ευρ.) 3. (για ψήφο) καταδικάζω («εἴ σε μάρψει ψῆφος», Αισχύλ.) 4. (για ύπνο) καταλαμβάνω … Dictionary of Greek
ραδιογωνιόμετρο — Ραδιοηλεκτρική διάταξη, που χρησιμεύει για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης από την οποία προέρχονται τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα ενός πομπού. To Ρ., του οποίου η αρχική επινόηση ανάγεται στις αρχές του αιώνα μας, αποτελείται βασικά από ένα… … Dictionary of Greek